give way
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]ενεστώτας | give way |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives way |
αόριστος | gave way |
παθητική μετοχή | given way |
ενεργητική μετοχή | giving way |
give way (en)