take part
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]take part (en)
- (ιδιωματισμός) παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω
- ⮡ I am taking part in a discussion.
- Παίρνω μέρος/μετέχω σε μια συζήτηση.
- ⮡ I am taking part in a discussion.