partake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | partake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | partakes |
αόριστος | partook |
παθητική μετοχή | partaken |
ενεργητική μετοχή | partaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]partake (en)