react
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | react |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reacts |
αόριστος | reacted |
παθητική μετοχή | reacted |
ενεργητική μετοχή | reacting |
Ρήμα
[επεξεργασία]react (en)
- (αμετάβατο) αντιδρώ, αλλάζω ή συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο σαν αποτέλεσμα ή σε απάντηση σε κάτι