react

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας react
γ΄ ενικό ενεστώτα reacts
αόριστος reacted
παθητική μετοχή reacted
ενεργητική μετοχή reacting

Ρήμα[επεξεργασία]

react (en)

  • (αμετάβατο) αντιδρώ, αλλάζω ή συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο σαν αποτέλεσμα ή σε απάντηση σε κάτι
    How did she react to the news?
    Πώς αντέδρασε στα νέα;
    She reacted by bursting into tears.
    Αντέδρασε ξεσπώντας σε κλάματα.
     συνώνυμα: respond

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]