react against

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας react against
γ΄ ενικό ενεστώτα reacts against
αόριστος reacted against
παθητική μετοχή reacted against
ενεργητική μετοχή reacting against

Ετυμολογία [επεξεργασία]

react against < → δείτε τις λέξεις react και against

Ρήμα[επεξεργασία]

react against (en)

  • αντιδρώ σε, δείχνω αντιπάθεια ή αντίθεση σε απάντηση σε κάτι, ειδικά κάνοντας σκόπιμα το αντίθετο από αυτό που θέλει κάποιος να κάνω
    He reacts against anything his parents say.
    Αντιδράει σε καθετί που λένε οι γονείς του.

Πηγές[επεξεργασία]