takeover
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]takeover (en)
- (πιο συχνά) εξαγορά
- επικράτηση, κατάκτηση
Ρήμα
[επεξεργασία]takeover (en)
- (πιο συχνά) εξαγοράζω
- καταλαμβάνω, επικρατώ απόλυτα, υπερισχύω