show
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
show | shows |
show (en)
3 επίδειξη με σκοπό την πρόκληση εντυπώσεων
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | show |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | shows |
αόριστος | showed, shew |
παθητική μετοχή | shown |
ενεργητική μετοχή | showing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
show (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- show < (άμεσο δάνειο) αγγλική show θέαμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
show | shows |
show (fr) αρσενικό
- θέαμα (συνήθως τηλεοπτικό) που βασίζεται σε έναν παρουσιαστή ή μια βεντέτα
- → δείτε τη λέξη one man show
- (κατ' επέκταση) εμφάνιση ενός πολιτικού προσώπου όπου προσπαθεί να πείσει τους εκλογείς του