show

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
show shows

show (en)

  1. θέαμα, παράσταση
  2. τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα
  3. επίδειξη με σκοπό την πρόκληση εντυπώσεων

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας show
γ΄ ενικό ενεστώτα shows
αόριστος showed
παθητική μετοχή shown
ενεργητική μετοχή showing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Και απαρχαιωμένος αόριστος shew.

show (en)

  1. δείχνω
  2. (μεταβατικό) πηγαίνω
    I will show you home.
    Θα σε πάω σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη take

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

show < (άμεσο δάνειο) αγγλική show θέαμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʃo/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
show shows

show (fr) αρσενικό

  1. το θέαμα (συνήθως τηλεοπτικό) που βασίζεται σε έναν παρουσιαστή ή μια βεντέτα, το σόου
    → δείτε τη λέξη  one man show
  2. (κατ' επέκταση) η εμφάνιση ενός πολιτικού προσώπου όπου προσπαθεί να πείσει τους εκλογείς του

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]