show
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
show | shows |
show (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | show |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shows |
αόριστος | showed |
παθητική μετοχή | shown |
ενεργητική μετοχή | showing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Και απαρχαιωμένος αόριστος shew. |
show (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- show < (άμεσο δάνειο) αγγλική show θέαμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
show | shows |
show (fr) αρσενικό
- το θέαμα (συνήθως τηλεοπτικό) που βασίζεται σε έναν παρουσιαστή ή μια βεντέτα, το σόου
- → δείτε τη λέξη one man show
- (κατ' επέκταση) η εμφάνιση ενός πολιτικού προσώπου όπου προσπαθεί να πείσει τους εκλογείς του
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ανώμαλα ρήματα (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)