performance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

performance < → δείτε τις λέξεις perform και -ance

Προφορά[επεξεργασία]

(ΗΒ)

ΔΦΑ : /pəˈfɔː.məns/

(ΗΠ)

ΔΦΑ : /pɚˈfɔɹ.məns/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

performance (en)

  1. η εκτέλεση μιας ενέργειας, ενός καθήκοντος κ.λπ.
  2. η θεατρική (ή άλλου είδους) παράσταση
  3. η απόδοση (τo κατά πόσο αποδίδει κάποιος ή κάτι στην εργασία που πρέπει να κάνει)
    his performance as a salesman was exceptional
    ※  sometimes there is a need for alternative implementations with different performance trade-offs (Python tutorial) [1]
    «μερικές φορές υπάρχει ανάγκη για εναλλακτικές υλοποιήσεις με διαφορετικές αντισταθμίσεις όσον αφορά την απόδοση»

Αναφορές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

performance < αγγλική

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɛʁ.fɔʁ.mɑ̃s/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
performance performances

performance (fr) θηλυκό

  1. η απόδοση (τo κατά πόσο αποδίδει κάποιος ή κάτι στην εργασία που πρέπει να κάνει)
  2. η επίδοση ενός αθλητή, μηχανής, κ.λπ. σε σχέση με τους άλλους (άλλες)
  3. (μεταφορικά) το κατόρθωμα, η επιτυχία

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]