performance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
performance < → δείτε τις λέξεις perform και -ance
Προφορά[επεξεργασία]
(ΗΒ)
- ΔΦΑ : /pəˈfɔː.məns/
(ΗΠ)
- ΔΦΑ : /pɚˈfɔɹ.məns/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
performance (en)
- η εκτέλεση μιας ενέργειας, ενός καθήκοντος κ.λπ.
- η θεατρική (ή άλλου είδους) παράσταση
- η απόδοση (τo κατά πόσο αποδίδει κάποιος ή κάτι στην εργασία που πρέπει να κάνει)
- his performance as a salesman was exceptional
- ※ sometimes there is a need for alternative implementations with different performance trade-offs (Python tutorial) [1]
- «μερικές φορές υπάρχει ανάγκη για εναλλακτικές υλοποιήσεις με διαφορετικές αντισταθμίσεις όσον αφορά την απόδοση»
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) 11. Brief Tour of the Standard Library — Part II / 11.7. Tools for Working with Lists. Αρχειοθέτηση 2020-01-07. Προσπέλαση 2020-09-16.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
performance < αγγλική
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛʁ.fɔʁ.mɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
performance | performances |
performance (fr) θηλυκό
- η απόδοση (τo κατά πόσο αποδίδει κάποιος ή κάτι στην εργασία που πρέπει να κάνει)
- η επίδοση ενός αθλητή, μηχανής, κ.λπ. σε σχέση με τους άλλους (άλλες)
- (μεταφορικά) το κατόρθωμα, η επιτυχία