Μετάβαση στο περιεχόμενο

performance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
performance performances

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
performance < perform + -ance

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pəˈfɔː.məns/ (βρετανικά αγγλικά)
ΔΦΑ : /pɚˈfɔɹ.məns/ (αμερικανικά αγγλικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

performance (en)

  1. η θεατρική (ή άλλου είδους) παράσταση, η εκτέλεση, η παρουσίαση ενός θεάματος μπροστά σε κοινό
      a traditional dance performance - παράσταση παραδοσιακών χορών
      afternoon/evening performance - απογευματινή/βραδινή παράσταση
      an unusual performance of “Oedipus” - μια πρωτότυπη παράσταση του «Οιδίποδα»
      The performance of his music/plays is banned.
    Η εκτέλεση της μουσικής του/των έργων του είναι απαγορευμένη.
      performance rights - δικαιώματα εκτέλεσης (ενός έργου)
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη show
  2. η ερμηνεία, ο τρόπος που παίζει κάποιος σε μια παράσταση, συναυλία κτλ.
      She gave an inspired performance.
    Έδωσε μια εμπνευσμένη ερμηνεία.
      She gave the greatest performance of her career.
    Έδωσε την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της.
      Both actors deliver outstanding performances.
    Και οι δύο ηθοποιοί δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απόδοση, η επίδοση, η εμφάνιση, το κατά πόσο αποδίδει κάποιος ή κάτι στην εργασία που πρέπει να κάνει
      the performance of a car/an athlete - η απόδοση ενός αυτοκινήτου/αθλητή
      the performance of the engine - η επίδοση της μηχανής
      The performance of government services is poor.
    Η απόδοση των κρατικών υπηρεσιών είναι κακή.
      Sometimes there is a need for alternative implementations with different performance trade-offs.
    Μερικές φορές υπάρχει ανάγκη για εναλλακτικές υλοποιήσεις με διαφορετικές αντισταθμίσεις όσον αφορά την απόδοση.
      The athlete gave the best performance of her career.
    Η αθλήτρια έκανε την καλύτερη εμφάνιση της καριέρας της.
  4. (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό, επίσημο) η εκτέλεση μιας ενέργειας, ενός καθήκοντος κ.λπ.
      in the performance of his duties - κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

performance < αγγλική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɛʁ.fɔʁ.mɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
performance performances

performance (fr) θηλυκό

  1. η απόδοση (τo κατά πόσο αποδίδει κάποιος ή κάτι στην εργασία που πρέπει να κάνει)
  2. η επίδοση ενός αθλητή, μηχανής, κ.λπ. σε σχέση με τους άλλους (άλλες)
  3. (μεταφορικά) το κατόρθωμα, η επιτυχία

Συγγενικά

[επεξεργασία]