Μετάβαση στο περιεχόμενο

perform

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας perform
γ΄ ενικό ενεστώτα performs
αόριστος performed
παθητική μετοχή performed
ενεργητική μετοχή performing

perform (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, διασκεδάζω το κοινό με μουσική, υποκριτική κτλ.
      The actress is performing at the theater.
    Η ηθοποιός παίζει στο θέατρο.
  2. (μεταβατικό) εκτελώ, κάνω κάτι, όπως μια δουλειά ή ένα καθήκον
      I performed my duties.
    Εκτέλεσα τα καθήκοντα μου.
      They performed surgery on him.
    Του έκαναν εγχείρηση.
  3. (αμετάβατο) αποδίδω, λειτουργώ καλά ή άσχημα
      He’s performing better at his new job.
    Στην καινούρια του δουλειά αποδίδει καλύτερα.
      The engine performed well in the trials.
    Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
      This business is performing well, it’s bringing in a lot of profit.
    Η επιχείρηση αυτή αποδίδει καλά, αποφέρει μεγάλο κέρδος.

Συγγενικά

[επεξεργασία]