perform
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | perform |
γ΄ ενικό ενεστώτα | performs |
αόριστος | performed |
παθητική μετοχή | performed |
ενεργητική μετοχή | performing |
Ρήμα
[επεξεργασία]perform (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, διασκεδάζω το κοινό με μουσική, υποκριτική κτλ.
- ⮡ The actress is performing at the theater.
- Η ηθοποιός παίζει στο θέατρο.
- ⮡ The actress is performing at the theater.
- (μεταβατικό) εκτελώ, κάνω κάτι, όπως μια δουλειά ή ένα καθήκον
- ⮡ I performed my duties.
- Εκτέλεσα τα καθήκοντα μου.
- ⮡ They performed surgery on him.
- Του έκαναν εγχείρηση.
- ⮡ I performed my duties.
- (αμετάβατο) αποδίδω, λειτουργώ καλά ή άσχημα
- ⮡ He’s performing better at his new job.
- Στην καινούρια του δουλειά αποδίδει καλύτερα.
- ⮡ The engine performed well in the trials.
- Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
- ⮡ This business is performing well, it’s bringing in a lot of profit.
- Η επιχείρηση αυτή αποδίδει καλά, αποφέρει μεγάλο κέρδος.
- ⮡ He’s performing better at his new job.