alternative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]alternative (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εναλλακτικός, που μπορεί να εναλλάσσεται με άλλον ή να αντικαθιστά άλλον
- ↪ alternative choices - εναλλακτικές επιλογές
- ≈ συνώνυμα: alternate (αμερικανικά αγγλικά)
- εναλλακτικός, διαφορετικός ή αντίθετος από το καθιερωμένο και συμβατικό
- ↪ alternative art - εναλλακτική τέχνη
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alternative | alternatives |
alternative (en)
- αλτερνατίβα, εναλλακτική λύση ή επιλογή
- ↪ We are forced to agree, we have no other alternative.
- Είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε, δεν έχουμε και άλλη αλτερνατίβα.
- ↪ I had to go, there was no alternative.
- Έπρεπε να φύγω, δεν υπήρχε άλλη λύση.
- ↪ We are forced to agree, we have no other alternative.
Πηγές
[επεξεργασία]- alternative (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- alternative (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alternative | alternatives |
alternative (fr) θηλυκό
- η αλτερνατίβα, η εναλλακτική λύση, η εναλλαγή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]alternative (fr)
- θηλυκό του alternatif
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη alterner