alternative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

alternative (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εναλλακτικός, που μπορεί να εναλλάσσεται με άλλον ή να αντικαθιστά άλλον
    alternative choices - εναλλακτικές επιλογές
     συνώνυμα: alternate (αμερικανικά αγγλικά)
  2. εναλλακτικός, διαφορετικός ή αντίθετος από το καθιερωμένο και συμβατικό
    alternative art - εναλλακτική τέχνη

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alternative alternatives

alternative (en)

  • αλτερνατίβα, εναλλακτική λύση ή επιλογή
    We are forced to agree, we have no other alternative.
    Είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε, δεν έχουμε και άλλη αλτερνατίβα.
    I had to go, there was no alternative.
    Έπρεπε να φύγω, δεν υπήρχε άλλη λύση.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alternative alternatives

alternative (fr) θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

alternative (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη alterner