alternative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
alternative (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alternative (en) (πληθυντικός alternatives)
- αλτερνατίβα, εναλλακτική λύση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alternative | alternatives |
alternative (fr) θηλυκό
- η αλτερνατίβα, η εναλλακτική λύση, η εναλλαγή
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
alternative (fr)
- θηλυκό του alternatif
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη alterner