Μετάβαση στο περιεχόμενο

alternate

Από Βικιλεξικό

Προφορά 1

[επεξεργασία]
Ρήμα
ΔΦΑ : /ˈɒl.tə(ɹ)ˌneɪt/ (βρετανικό)  
ΔΦΑ : /ˈɔːltəneɪt/ και /ˈɒltəneɪt/ (ΗΠΑ)  
ενεστώτας alternate
γ΄ ενικό ενεστώτα alternates
αόριστος alternated
παθητική μετοχή alternated
ενεργητική μετοχή alternating

alternate (en)

  1. (αμετάβατο) εναλλάσσω, αντικαθιστώ το ένα με το άλλο, θέτω διαδοχικά και κατ΄ επανάληψη στη θέση του ενός το άλλο
    παράδειγμα  She alternates the comic element with the tragic.
    Εναλλάσσει το κωμικό με το τραγικό στοιχείο.
    παράδειγμα  He alternates sweet words with threats.
    Εναλλάσσει τα γλυκόλογα με τις απειλές.
  2. (αμετάβατο) εναλλάσσομαι, επαναλαμβάνω σειραϊκά με παρεμβολή κάτι διαφορετικού ή απλώς επανάληψη αλληλουχίας
    παράδειγμα  The shirt has white stripes alternating with black ones.
    Το πουκάμισο έχει άσπρες ρίγες που εναλλάσσονται με μαύρες.
  3. (αμετάβατο) εναλλάσσομαι, κάνω κάτι εναλλάξ με κάτι άλλο, αντικαθίσταμαι από άλλον και τον αντικαθιστώ διαδοχικώς και κατ΄ επανάληψη
    παράδειγμα  The guards alternate every two hours.
    Οι φρουροί εναλλάσσονταν κάθε δύο ώρες.
    παράδειγμα  The parties alternate in power.
    Τα κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία.
    παράδειγμα  He alternates between sweet words and threats.
    Εναλλάσσει τα γλυκόλογα με τις απειλές.
    παράδειγμα  We will alternate between playing loudly and softly.
    θα παίξουμε εναλλάξ δυνατά και απαλά.

Προφορά 2

[επεξεργασία]
Επίθετο, Ουσιαστικό
ΔΦΑ : /ɒlˈtɜː(ɹ).nət/ (βρετανικό)  
ΔΦΑ : /ˈɔl.tɚ.nət/ και /ˈɑl.tɚ.nət/ (ΗΠΑ)  

Επίθετο

[επεξεργασία]

alternate (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. εναλλασσόμενος, κάθε δεύτερος, που αντικαθίσταται από το ένα με το άλλο διαδοχικά και κατ' επανάληψη
    παράδειγμα  alternate days - εναλλασσόμενες ημέρες
    παράδειγμα  the alternate periods of flooding and drought - οι εναλλασσόμενες περίοδοι πλημμύρων και ξηρασίας
    παράδειγμα  I work alternate weekends.
    Δουλεύω κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο.
    παράδειγμα  He works on alternate days.
    Δουλεύει μέρα πάρα μέρα.
     συνώνυμα: alternating
  2. (αμερικανική σημασία) εναλλακτικός, αναπληρωματικός, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά
    παράδειγμα  I was forced to accept his terms because I had no other alternate proposal.
    Αναγκάστηκα να δεχτώ τους όρους του, γιατί δεν είχα άλλη εναλλακτική πρόταση.
    παράδειγμα  an alternate juror - αναπληρωματικός ένορκος
     συνώνυμα: alternative

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alternate alternates

alternate (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]