alternant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔːlˈtəːnənt/ και /ɒlˈtəːnənt/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βλ. γαλλικά < λατινικά
Επίθετο[επεξεργασία]
alternant (en)
- ο εναλλασσόμενος ανά σειρά πλέγματος
- (και δευτερευόντως μαθηματικής μήτρας/μαθηματικού πίνακα)
- (γεωλογία) για πολυστρωματικό πέτρωμα εναλλασσόμενης σύνθεσης/εναλλασσόμενων υλικών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alternant (en)
- (γλωσσολογία) αλλόμορφο· λέξη με ελαφρώς διαφοροποιημένη γραφή
- (γλωσσολογία) αλλότροπο· πχ αλλόφωνη λέξη
- (μαθηματικά) η ορίζουσα που αποτελεί εναλλακτική συνάρτηση*
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | alternant | alternants |
θηλυκό | alternante | alternantes |
alternant (fr)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη alterner