Μετάβαση στο περιεχόμενο

alternating

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

alternating (en)

  • εναλλασσόμενος, που εναλλάσσεται διαδοχικά με άλλον
      alternating days - εναλλασσόμενες ημέρες
      the alternating periods of flooding and drought - οι εναλλασσόμενες περίοδοι πλημμύρων και ξηρασίας
     συνώνυμα: alternate

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

alternating (en)