alternating
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]alternating (en)
- εναλλασσόμενος, που εναλλάσσεται διαδοχικά με άλλον
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]alternating (en)
alternating (en)
alternating (en)