Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλτερνατίβα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αλτέρνατιβ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλτερνατίβα οι αλτερνατίβες
      γενική της αλτερνατίβας
    αιτιατική την αλτερνατίβα τις αλτερνατίβες
     κλητική αλτερνατίβα αλτερνατίβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλτερνατίβα < γαλλική alternative[1] < μέση γαλλική alternatif < λατινική alternativus < alternatus < alterno < alternus < alter

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλτερνατίβα θηλυκό

  • (νεολογισμός) εναλλακτική λύση
      Ο Ταίυλορ θεωρεί αυτή την έκδοχή ώς αλτερνατίβα στα αδιέξοδα της μοντέρνας ιδεολογίας της «άνθησης του εαυτού» (Νέα Εστία, τεύχος 1746-1748, σελ. 320, 2002)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αλτερνατίβα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)