reveal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
reveal | reveals |
reveal (en)
- η εξωτερική πλευρά ενός παράθυρου ή η κάσα πόρτας, το πλαίσιο
- η αποκάλυψη, το φανέρωμα, το ξεσκέπασμα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | reveal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reveals |
αόριστος | revealed |
παθητική μετοχή | revealed |
ενεργητική μετοχή | revealing |
reveal (en) (μεταβατικό)
- αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, προδίδω, μαρτυρώ, κάνω κάτι γνωστό
- ⮡ She revealed my secret.
- Αποκάλυψε το μυστικό μου.
- ⮡ He revealed that he had been bribed.
- Αποκάλυψε ότι έχει δωροδοκηθεί.
- ⮡ The letters he had written to his daughter from prison revealed a lot about his life.
- Τα γράμματα που είχε γράψει στην κόρη του από τη φυλακή, φανέρωσαν πολλά για τη ζωή του.
- ⮡ The investigations revealed the financial scandals.
- Οι έρευνες ξεσκέπασαν τα οικονομικά σκάνδαλα.
- ⮡ His voice revealed discontent.
- Η φωνή του πρόδιδε δυσαρέσκεια.
- ⮡ Your comments reveal your ignorance.
- Οι παρατηρήσεις σου μαρτυρούν την άγνοιά σου.
- ≈ συνώνυμα: blow the lid off, disclose, expose, give away, uncover και unveil
- ⮡ She revealed my secret.
- αποκαλύπτω, φανερώνω, δείχνω κάτι που προηγουμένως δεν μπορούσε να φανεί
- ⮡ The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
- Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες.
- ⮡ The dress revealed her luscious curves.
- Το φόρεμα αποκάλυπτε τις πλούσιες καμπύλες της.
- ⮡ She was wearing a mask and didn’t reveal her face.
- Φορούσε μια μάσκα και δε φανέρωνε το πρόσωπό της.
- ⮡ The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.