Μετάβαση στο περιεχόμενο

reveal

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹəˈviːl/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
reveal reveals

reveal (en)

  1. η εξωτερική πλευρά ενός παράθυρου ή η κάσα πόρτας, το πλαίσιο
  2. η αποκάλυψη, το φανέρωμα, το ξεσκέπασμα
     συνώνυμα: revealation, revealment
ενεστώτας reveal
γ΄ ενικό ενεστώτα reveals
αόριστος revealed
παθητική μετοχή revealed
ενεργητική μετοχή revealing

reveal (en) (μεταβατικό)

  1. αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, προδίδω, μαρτυρώ, κάνω κάτι γνωστό
      She revealed my secret.
    Αποκάλυψε το μυστικό μου.
      He revealed that he had been bribed.
    Αποκάλυψε ότι έχει δωροδοκηθεί.
      The letters he had written to his daughter from prison revealed a lot about his life.
    Τα γράμματα που είχε γράψει στην κόρη του από τη φυλακή, φανέρωσαν πολλά για τη ζωή του.
      The investigations revealed the financial scandals.
    Οι έρευνες ξεσκέπασαν τα οικονομικά σκάνδαλα.
      His voice revealed discontent.
    Η φωνή του πρόδιδε δυσαρέσκεια.
      Your comments reveal your ignorance.
    Οι παρατηρήσεις σου μαρτυρούν την άγνοιά σου.
     συνώνυμα:  blow the lid off, disclose, expose, give away, uncover και unveil
  2. αποκαλύπτω, φανερώνω, δείχνω κάτι που προηγουμένως δεν μπορούσε να φανεί
      The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
    Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες.
      The dress revealed her luscious curves.
    Το φόρεμα αποκάλυπτε τις πλούσιες καμπύλες της.
      She was wearing a mask and didn’t reveal her face.
    Φορούσε μια μάσκα και δε φανέρωνε το πρόσωπό της.

Συγγενικά

[επεξεργασία]