unfold

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας unfold
γ΄ ενικό ενεστώτα unfolds
αόριστος unfolded
παθητική μετοχή unfolded
ενεργητική μετοχή unfolding

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unfold < un- + fold

Ρήμα[επεξεργασία]

unfold (en)

  1. ξεδιπλώνω, ξαπλώνω
    He unfolded the map on the table.
    Ξάπλωσε το χάρτη στο τραπέζι.
     συνώνυμα: spread
     αντώνυμα: fold
  2. εκτυλίσσομαι

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 598. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ξαπλώνω