fold
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fold | folds |
fold (en)
- η πτυχή
- ⮡ the folds of a curtain - οι πτυχές μιας κουρτίνας
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | fold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | folds |
αόριστος | folded |
παθητική μετοχή | folded |
ενεργητική μετοχή | folding |
fold (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- fold (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fold (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 241, 760. ISBN 9780194325684., λήμμα: διπλώνω, πτυχή