presentation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
presentation | presentations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]presentation (en)
- (μετρήσιμο) η παρουσίαση, μια εκδήλωση όπου κάτι, ειδικά ένα νέο προϊόν ή ιδέα, ή έργο, παρουσιάζεται σε μια ομάδα ανθρώπων
- ↪ the presentation of new car model - η παρουσίαση καινούριου μοντέλου αυτοκινήτου
- ↪ During the presentation of his new book…
- Kατά την παρουσίαση του νέου του βιβλίου…
- (μη μετρήσιμο) η παρουσίαση, η πράξη του να δείξεις ή να δώσεις κάτι σε κάποιον
- ↪ The presentation of demonstrative evidence caused a sensation in the court.
- H παρουσίαση των αποδεικτικών στοιχείων προκάλεσε αίσθηση στο δικαστήριο.
- ↪ in the presentation of the nightly news - στην παρουσίαση των νυχτερινών ειδήσεων
- ↪ the presentation of the election results - η παρουσίαση των αποτελεσμάτων των εκλογών
- ↪ The presentation of demonstrative evidence caused a sensation in the court.
- (μη μετρήσιμο) η παρουσίαση, ο τρόπος που κάτι προσφέρεται, παρουσιάζεται, εξηγείται κτλ. στους άλλους
- ↪ The presentation of the exhibits was impeccable.
- H παρουσίαση των εκθεμάτων ήταν άψογη.
- ↪ The presentation of the exhibits was impeccable.
- (μετρήσιμο) η παράσταση ενός θεατρικού έργου
- (θρησκεία) η Υπαπαντή