παραλήπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραλήπτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραληπτής (εισπράκτορας φόρων) με μετακίνηση τόνου κατά τα -λήπτης & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική receiver[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈli.ptis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐λή‐πτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραλήπτης αρσενικό (θηλυκό παραλήπτρια)
- αυτός στον οποίο αποστέλλεται κάτι (πχ επιστολή) και πρέπει να το παραλάβει
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) συσκευή που δέχεται και επεξεργάζεται σήμα, μήνυμα, πληροφορία, ροή δεδομένων (data stream), κλπ.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραλήπτης
[επεξεργασία]
- ↑ παραλήπτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λήπτης (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)