nehmen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
nehmen (de)
- παίρνω
- ich nehme ein Taxi - παίρνω ένα ταξί
nehmen (de)