relent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | relent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relents |
αόριστος | relented |
παθητική μετοχή | relented |
ενεργητική μετοχή | relenting |
Ρήμα
[επεξεργασία]relent (en)