relent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας relent
γ΄ ενικό ενεστώτα relents
αόριστος relented
παθητική μετοχή relented
ενεργητική μετοχή relenting

relent (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]