surrender
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surrender (en)
- παράδοση (το να παραδίνεσαι σε κάποιον)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | surrender |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surrenders |
αόριστος | surrendered |
παθητική μετοχή | surrendered |
ενεργητική μετοχή | surrendering |
surrender (en)
- παραδίδομαι
- ↪ She surrendered herself to the police.
- Παραδόθηκε μόνη της στην αστυνομία.
- ↪ She surrendered herself to the police.