surrender

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

surrender (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας surrender
γ΄ ενικό ενεστώτα surrenders
αόριστος surrendered
παθητική μετοχή surrendered
ενεργητική μετοχή surrendering

surrender (en)

  • παραδίδομαι
    She surrendered herself to the police.
    Παραδόθηκε μόνη της στην αστυνομία.