outward
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | outward |
συγκριτικός | more outward |
υπερθετικός | most outward |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
outward (en)
- προς τα έξω, μακριά από το κέντρο ή από ένα συγκεκριμένο σημείο