άουτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]άουτ
- (αθλητισμός) καταδεικνύει πως η μπάλα βγήκε εκτός ορίων και πρέπει να αλλάξει η κατοχή της μπάλας από την ομάδα που έκανε το "out" στην άλλη
- η μπάλα βγήκε άουτ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άουτ ουδέτερο
- το αποτέλεσμα μιας βολής που έστειλε την μπάλα εκτός ορίων
- το άουτ οφειλόταν στην βιασύνη του ποδοσφαιριστή