άουτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άουτ < αγγλική out (έξω, εκτός)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

άουτ

  • (αθλητισμός) καταδεικνύει πως η μπάλα βγήκε εκτός ορίων και πρέπει να αλλάξει η κατοχή της μπάλας από την ομάδα που έκανε το "out" στην άλλη
η μπάλα βγήκε άουτ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άουτ ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα μιας βολής που έστειλε την μπάλα εκτός ορίων
το άουτ οφειλόταν στην βιασύνη του ποδοσφαιριστή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]