knockout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: knockout mouse

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
knockout < knock + out

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

knockout (en)

  1. χτύπημα που βγάζει κάποιον νοκ άουτ (συντομογραφία: TKO)
    The boxer scored a knockout on his opponent.
  2. (οικείο) κάτι πολύ διασκεδαστικό, αστείο και αγαπητό
    If you've ever had a sack race, you know it's a real knockout for kids and adults alike.
  3. (οικείο) μια πολύ ελκυστική γυναίκα
    "she's a knockout" (εννοεί ότι η γυναίκα αυτή επηρεάζει τόσο τους άντρες που δεν μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους)
  4. ένα άνοιγμα που πιθανόν θα χρησιμοποιηθεί αργότερα
    They left a knockout in the panel for running extra wires someday.
  5. (βιολογία) η απενεργοποίηση ενός συγκεκριμένου γονιδίου
  6. (στις εκτυπώσεις) όταν η εκτύπωση ενός χρώματος εμποδίζει την την εκτύπωση ενός άλλου στο φόντο
  7. (αθλητισμός) για αγώνες που το αποτέλεσμά τους κρίνει την πρόκριση ενός από τους αντιπάλους

Επίθετο

[επεξεργασία]

knockout (en)

  1. που βγάζει κάποιον νοκ άουτ
    He delivered a knockout blow.
  2. (μεταφορικά)
    You should have seen her knockout eyes.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]