knockout
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]knockout (en)
- χτύπημα που βγάζει κάποιον νοκ άουτ (συντομογραφία: TKO)
- The boxer scored a knockout on his opponent.
- (οικείο) κάτι πολύ διασκεδαστικό, αστείο και αγαπητό
- If you've ever had a sack race, you know it's a real knockout for kids and adults alike.
- (οικείο) μια πολύ ελκυστική γυναίκα
- "she's a knockout" (εννοεί ότι η γυναίκα αυτή επηρεάζει τόσο τους άντρες που δεν μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους)
- ένα άνοιγμα που πιθανόν θα χρησιμοποιηθεί αργότερα
- They left a knockout in the panel for running extra wires someday.
- (βιολογία) η απενεργοποίηση ενός συγκεκριμένου γονιδίου
- (στις εκτυπώσεις) όταν η εκτύπωση ενός χρώματος εμποδίζει την την εκτύπωση ενός άλλου στο φόντο
- (αθλητισμός) για αγώνες που το αποτέλεσμά τους κρίνει την πρόκριση ενός από τους αντιπάλους
Επίθετο
[επεξεργασία]knockout (en)
- που βγάζει κάποιον νοκ άουτ
- He delivered a knockout blow.
- (μεταφορικά)
- You should have seen her knockout eyes.