knock over

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας knock over
γ΄ ενικό ενεστώτα knocks over
αόριστος knocked over
παθητική μετοχή knocked over
ενεργητική μετοχή knocking over

Ετυμολογία [επεξεργασία]

knock over < → δείτε τις λέξεις knock και over

Ρήμα[επεξεργασία]

knock over (en)

  • γκρεμίζω, χτυπάω κάποιον ή κάτι ώστε να πέσει στο έδαφος
    The wind knocked over our chimney.
    Ο αέρας γκρέμισε την καμινάδα μας.
    I knocked him over.
    Τον χτύπησα κι έπεσε.

Πηγές[επεξεργασία]