knock over
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | knock over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks over |
αόριστος | knocked over |
παθητική μετοχή | knocked over |
ενεργητική μετοχή | knocking over |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]knock over (en)