Μετάβαση στο περιεχόμενο

pelt

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας pelt
γ΄ ενικό ενεστώτα pelts
αόριστος pelted
παθητική μετοχή pelted
ενεργητική μετοχή pelting

pelt (en)