bash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | bash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bashes |
αόριστος | bashed |
παθητική μετοχή | bashed |
ενεργητική μετοχή | bashing |
Ρήμα[επεξεργασία]
bash (en)
- κοπανώ, χτυπώ
- συντρίβω
- συγκρούομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον
- κάνω δριμεία κριτική