κοπανώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπανώ < κοπανίζω < ελληνιστική κοινή κοπανίζω < κόπανος <αρχαία ελληνική κόπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kop- (χτυπώ, πλήττω)
Ρήμα[επεξεργασία]
κοπανώ
- χτυπώ τα ρούχα με τον κόπανο
- χτυπώ κάτι ή κάποιον, του καταφέρω διαδοχικά χτυπήματα
- την κοπανάω: απουσιάζω από το σχολείο αδικαιολόγητα: ενώ είχα ξεκινήσει το πρωί για το σχολείο, πήγα κάπου αλλού για να περάσω πιο ευχάριστα· κατ' επέκταση, απουσιάζω αδικαιολόγητα από τη δουλειά μου ή οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση
- την κοπανάω: φεύγω από κάπου, συχνά για να αποφύγω κάτι δυσάρεστο
- η ώρα πήγε 3, οπότε εγώ την κοπανάω και καθίστε εσείς τα κορόιδα να δουλέψετε υπερωρία
- την κοπανάω: δραπετεύω