bore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bore bores

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bore < αγγλοσαξονικά borian < πρωτογερμανική *burōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰerH- (κόβω, χωρίζω, τρυπώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɔː/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bore (en)

  1. γεώτρηση
  2. διάμετρος (όπλου)
  3. διάμετρος (κυλίνδρου)
  4. ανιαρός, πληκτικός
ενεστώτας bore
γ΄ ενικό ενεστώτα bores
αόριστος bored
παθητική μετοχή bored
ενεργητική μετοχή boring

bore (en)

  1. τρυπώ, διατρυπώ
  2. ανοίγω
  3. σκάβω
  4. προκαλώ πλήξη, κάνω κάποιον να πλήττει
    The TV is boring me.
    Η τηλεόραση με πλήττει.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bore (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bore (fr)