bore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bore | bores |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bore < αγγλοσαξονικά borian < πρωτογερμανική *burōną < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰerH- (κόβω, χωρίζω, τρυπώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bore (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | bore |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bores |
αόριστος | bored |
παθητική μετοχή | bored |
ενεργητική μετοχή | boring |
bore (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
bore (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bore (fr)