πήχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πήχης | οι | πήχες & πήχεις |
γενική | του | πήχη & πήχεος |
των | — & πήχεων |
αιτιατική | τον | πήχη | τους | πήχες & πήχεις |
κλητική | πήχη | πήχες & πήχεις | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πήχης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῆχυς (αρχικά, περίπου 0,46 μέτρα) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpi.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πή‐χης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πήχης αρσενικό
- (ανατομία) το μέρος του άνω άκρου από τον αγκώνα έως τον καρπό
- ≋ ταυτόσημα: το αντιβράχιο
- (μονάδα μέτρησης) παλαιότερη μονάδα μήκους, διαφορετική από χώρα σε χώρα
- ↪ εμπορικός πήχης 64 εκατοστά
- ↪ τεκτονικός πήχης 75 εκατοστά
- ↪ βασιλικός πήχης 1 μέτρο
- μακρόστενο λεπτό κομμάτι ξύλου
- (αθλητισμός) το ξύλο που χρησιμοποιείται σαν όριο στο άλμα εις ύψος και στο επί κοντώ
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- πήχυς (κυρίως ως ιατρικός όρος)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- cubit στην αγγλική Βικιπαίδεια για τη μονάδα μέτρησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μέρος του άνω άκρου
- ↑ πήχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)