Μετάβαση στο περιεχόμενο

palm

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
palm palms

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

palm (en)

  1. o φοίνικας, η φοινικιά
  2. η παλάμη
  3. ηλεκτρονική φορητή συσκευή

Σύνθετα

[επεξεργασία]