φοινικιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φοινικιά | οι | φοινικιές |
γενική | της | φοινικιάς | των | φοινικιών |
αιτιατική | τη | φοινικιά | τις | φοινικιές |
κλητική | φοινικιά | φοινικιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοινικιά < φοίνικ- + -ιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φοινικιά θηλυκό
- το δέντρο φοίνικας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φοινικιά
→ δείτε τη λέξη φοίνικας |