φοίνικας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φοίνικας | οι | φοίνικες |
γενική | του | φοίνικα | των | φοινίκων |
αιτιατική | τον | φοίνικα | τους | φοίνικες |
κλητική | φοίνικα | φοίνικες | ||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοίνικας < αρχαία ελληνική φοῖνιξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfi.ni.kas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φοίνικας αρσενικό
- (βοτανική) αειθαλές τροπικό δέντρο της οικογένειας Palmae ή Arecaceae, το οποίο έχει ψηλό και κυλινδρικό, σχεδόν ίσιο και χωρίς κλαδιά, κορμό που καταλήγει σε θύσανο
- (μυθολογία) ιερό πουλί της αρχαίας Αιγύπτου. Θεωρούνταν ότι ζει αιώνες κι, όταν ένιωθε ότι θα πεθάνει, έμπαινε σε φωτιά από αρωματικά φύλλα, για να αναγεννηθεί από τις στάχτες του
- (συνεκδοχικά) το πρώτο ασημένιο νόμισμα του ελληνικού κράτους μετά την τουρκοκρατία. Κόπηκε στην Αίγινα το 1828 από την καποδιστριακή κυβέρνηση και είχε αναπαράσταση του παραπάνω πτηνού στη μία του όψη. Αντικαταστάθηκε το 1832 από τη δραχμή
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροπικό δέντρο