Μετάβαση στο περιεχόμενο

φοινικόδεντρο

Από Βικιλεξικό
τρία φοινικόδεντρα σε παραλία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φοινικόδεντρο τα φοινικόδεντρα
      γενική του φοινικόδεντρου των φοινικόδεντρων
    αιτιατική το φοινικόδεντρο τα φοινικόδεντρα
     κλητική φοινικόδεντρο φοινικόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φοινικόδεντρο < φοίνικας + δέντρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φοινικόδεντρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]