δέντρο
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | δέντρο | δέντρα |
γενική | δέντρου | δέντρων |
αιτιατική | δέντρο | δέντρα |
κλητική | δέντρο | δέντρα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δέντρο< αρχαία ελληνική δένδρον < ινδοευρωπαϊκή *der-drew- < *dóru (δέντρο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δέντρο ουδέτερο
- (βοτανική) φυτό του οποίου ο κορμός έχει κλαδιά και φύλλα από ένα ορισμένο ύψος και πάνω
- η φλαμουριά είναι ένα ωραίο δέντρο.
- (μεταφορικά) γραφική απεικόνιση που παρουσιάζει ανάλογα χαρακτηριστικά
- γενεαλογικό δέντρο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χριστουγεννιάτικο δέντρο: ένα ψεύτικο ή αληθινό έλατο που στολίζουμε κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
και
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δέντρο