φουσκοδεντριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φουσκοδεντριά θηλυκό
- η περίοδος αμέσως πριν από την άνοιξη, όταν τα δέντρα ετοιμάζονται να βγάλουν άνθη
- (μεταφορικά) η αυξημένη λίμπιντο, ερωτική διάθεση γυναικών και ανδρών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουσκοδεντριά