arbor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arbor (la) θηλυκό

  1. δέντρο
  2. αντικείμενα κατασκευασμένα από ξύλο

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική arbor arbŏrēs
γενική arbŏris arbŏrum
δοτική arbŏrī arbŏribus
αιτιατική arbŏrem arbŏrēs
κλητική arbor arbŏrēs
αφαιρετική arbŏre arbŏribus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]


Λομβαρδικά (lmo)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arbor

Συνώνυμα[επεξεργασία]