Baum
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
baʊ̯m
/
audio
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Baum
(de)
αρσενικό
(
πληθυντικός
Bäume
)
δένδρο
Κατηγορίες
:
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
العربية
Azərbaycanca
Български
Brezhoneg
Català
ᏣᎳᎩ
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Gaeilge
Galego
Gaelg
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Македонски
Dorerin Naoero
Nāhuatl
Plattdüütsch
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
සිංහල
Slovenčina
Slovenščina
Gagana Samoa
Shqip
Svenska
Тоҷикӣ
ไทย
Türkmençe
Tagalog
Tok Pisin
Türkçe
Oʻzbekcha/ўзбекча
Vahcuengh
中文