δένδρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δένδρον | τὰ | δένδρᾰ |
γενική | τοῦ | δένδρου | τῶν | δένδρων |
δοτική | τῷ | δένδρῳ | τοῖς | δένδροις |
αιτιατική | τὸ | δένδρον | τὰ | δένδρᾰ |
κλητική ὦ! | δένδρον | δένδρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δένδρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δένδροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δένδρον < κατά πάσα πιθανότητα από τη λέξη δρῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δένδρον & δένδρεον
- δέντρο (όπως και στα νέα ελληνικά)
- ↪ τὰ γὰρ δὴ ἄλλα δένδρεα οὐδὲ πειρᾶται ἀρχὴν φέρειν, οὔτε συκέην οὔτε ἄμπελον οὔτε ἐλαίην.
- → λείπει η μετάφραση και τα στοιχεία παραθέματος
- ↪ καρποὺς δὲ ἀπὸ δενδρέων ἐξευρημένους
- ↪ δένδρον ἐλάας
- ↪ τὰ γὰρ δὴ ἄλλα δένδρεα οὐδὲ πειρᾶται ἀρχὴν φέρειν, οὔτε συκέην οὔτε ἄμπελον οὔτε ἐλαίην.
- (σπανιότερα, σε ορισμένους συγγραφείς) μόνον όσα δέντρα έφεραν βρώσιμους καρπούς, σε αντιδιαστολή προς το θηλυκό ὕλη (για όσα δέντρα ήταν χρήσιμα αποκλειστικά για την ξυλεία τους)
- ↪ καὶ κόπτοντες τὰ δένδρα καὶ ὕλην... → χρειάζεται παράθεμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «δένδρον» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «δένδρον» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)