ὕλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ῡλα- | |||||
ονομαστική | ἡ | ὕλη | αἱ | ὗλαι | |
γενική | τῆς | ὕλης | τῶν | ὑλῶν | |
δοτική | τῇ | ὕλῃ | ταῖς | ὕλαις | |
αιτιατική | τὴν | ὕλην | τὰς | ὕλᾱς | |
κλητική ὦ! | ὕλη | ὗλαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὕλᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὕλαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὕλη < άγνωστης ετυμολογίας. Δεν ευσταθεί προτεινόμενη σύνδεση με λέξεις που σημαίνουν 'δάσος'όπως η λατινική silva [1] (? πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swel-, *sel-)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὕλη θηλυκό
- το δάσος, τα δέντρα που δεν φέρουν καρπούς
- ⮡ ὑλαῖα ήθη (ο τρόπος ζωής στα δάση, ο άγριος)
- ⮡ ...τὰ δένδρα καὶ ὕλη (δέντρα με καρπούς και δέντρα για ξυλεία)
- η ξυλεία
- το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πλασμένα διάφορα αντικείμενα (όχι όμως συνήθως τα μεταλλικά) ή δημιουργίες (π.χ. ποίηση)
- ⮡ ὕλη τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι
- ⮡ ὕλη ἰατρική
- ⮡ ἡ ὕλη τῶν ἐμπυημάτων (εκκρίσεις, πύο)
- (φιλοσοφία) ό,τι γεννιέται και πεθαίνει, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή και το είδος
- ⮡ ὕλη ἐστί τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν → χρειάζεται παράθεμα
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ὑλ-
ὑλ-
και
- ἄνυλος
- ἄϋλος
- ἀφύλισμα
- ἀφυλισμός
- ἀφυλίζω
- διύλισις
- διύλισμα
- διυλιστήρ
- διυλιστήριον
- διυλιστός
- διυλίζω
- ἐξυλίζω
- ἐνυλισμένον
- ἔνυλος
- μονόυλος
- παρυλίζω
- πολυυλία
- πολύυλος
- προϋλίζω
- ὕλα
- ὑλαγωγέω
- ὑλαγωγός
- ὑλάζομαι
- Ὑλαία
- ὑλαῖος
- Ὑλαῖος
- ὑλασία
- ὑλαστής
- ὑλάστρια
- ὑλειώτης
- Ὑλέτης
- Ὑλεύς
- Ὓλη
- ὑλήεις
- ὑληφορέω
- ὑληφόρος
- ὑληκοίτης
- ὕλημα
- ὑληνόμος
- ὑληουργός
- ὑληρεύς
- ὑλησκόπος
- ὑλητήρ
- ὑλήτις
- ὑλητόμος
- ὑληώρης
- ὑληωρός
- ὑλιάριος
- ὑλίας
- ὑλιβάτης
- ὑλιβάτους
- ὑλιγενής
- ὑλικός
- ὕλιμος
- ὗλις
- ὑλισμός
- ὑλιστάγιον
- ὑλιστήρ
- ὑλιστήριον
- ὑλιστήριος
- ὑλιστικόν
- ὑλιστός
- ὑλίστριον
- ὑλίτης
- ὑλίζω
- ὑλουργέω
- ὑλουργία
- ὑλουργός
- ὑλοχαρέω
- ὑλοζιδής
- ὑλώδης
- ὑλῷος
- ὑλωρέω
- ὑλωρός
- ὑπεράϋλος
Δε σχετίζεται το ὑλάω (γαυγίζω)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ὕλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Στράβωνα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Χρειάζονται παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)