ὕλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ὕλη | ὕλα | ὗλαι |
Γενική | ὕλης | ὕλαιν | ὑλῶν |
Δοτική | ὕλῃ | ὕλαιν | ὕλαις |
Αιτιατική | ὕλην | ὕλα | ὕλας |
Κλητική | ὕλη | ὕλα | ὗλαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὕλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swel- (δάσος) (συγγενές με το λατινικό silva, το νορβηγικό søyla και το περσικό گيلان: Gilān)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἡ ὕλη
- το δάσος, τα δέντρα που δεν φέρουν καρπούς
- ὑλαῖα ήθη (ο τρόπος ζωής στα δάση, ο άγριος)
- ...τὰ δένδρα καὶ ὕλη (δέντρα με καρπούς και δέντρα για ξυλεία)
- η ξυλεία
- ὕλη ναυπηγησίμη
- ὕλη οἰκοδομική
- το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πλασμένα διάφορα αντικείμενα (όχι όμως συνήθως τα μεταλλικά) ή δημιουργίες (π.χ. ποίηση)
- ὕλη τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι
- ὕλη ἰατρική
- ἡ ὕλη τῶν ἐμπυημάτων (εκκρίσεις, πύο)
- (φιλοσοφία) ό,τι γεννιέται και πεθαίνει, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή και το είδος
- ὕλη ἐστί τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν
[επεξεργασία]
- ὑλικός, ὑλική, ὑλικόν
- ὑλαστής (ξυλοφάγο έντομο) hylastes
- ὑλήεις-εσσα-εν (δασώδης, σύδενδρος)
- ὁ, ἡ ὑλώδης, το ὑλῶδες
- Ὑλαῖος , ο Κένταυρος που αποπειράθηκε να βιάσει την Αταλάντη
- Ὓλη ορεινή πολίχνη της Βιωτίας, κοντά στην Ὑλική λίμνη
- ὑλαῖος,α, ον (δασικός, άγριος)
- Ὑλαία, η σημερινή Ουκρανία που τότε ήταν ιδιαίτερα δασώδης
- ὑλοτομία
- ὑλοτόμος (ο ξυλοκόπος)
- ὑλότομος (αυτός που τεμαχίζεται σε δάσος)
- το ὑλότομον (φυτό ειδικά για ερωτικά φίλτρα)
- ὑλωρός (ὕλη + οὖρος) ο δασοφύλακας
- ὑλοκόμος (σκεπασμένος με δέντρα)
- ὑλοδρόμος (αυτός που διατρέχει τα δάση)
- ὑλαγωγός
- ὑλαγωγέω (μεταφέρω ξυλεία)