Μετάβαση στο περιεχόμενο

διύλισις

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διύλισῐς αἱ διυλίσεις
      γενική τῆς διυλίσεως τῶν διυλίσεων
      δοτική τῇ διυλίσει ταῖς διυλίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διύλισῐν τὰς διυλίσεις
     κλητική ! διύλισῐ διυλίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διυλίσει
γεν-δοτ τοῖν  διυλισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διύλισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διυλίζω, διυλι(σ)- + -σις [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διύλισις θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «διυλίζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.