Μετάβαση στο περιεχόμενο

ελαιόδεντρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαιόδεντρο τα ελαιόδεντρα
      γενική του ελαιόδεντρου
& ελαιοδέντρου
των ελαιόδεντρων
& ελαιοδέντρων
    αιτιατική το ελαιόδεντρο τα ελαιόδεντρα
     κλητική ελαιόδεντρο ελαιόδεντρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Οι λόγιες γενικές -δέντρου, -δέντρων συνηθίζονται περισσότερο στην κλίση του ελαιόδενδρο.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελαιόδεντρο < καθαρεύουσα ἐλαιόδενδρον (< ἐλαιό- + δένδρον) με προσαρμογή στη νέα ελληνική ως ελαιό- + δέντρο[1]
Ελαιόδεντρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.leˈo.ðen.dɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελαιόδεντρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ελαιόδεντρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]