essential
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | essential |
συγκριτικός | more essential |
υπερθετικός | most essential |
essential (en)
- ουσιώδης, βασικός, που είναι απολύτως απαραίτητο ή είναι εξαιρετικά σημαντικό σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ the essential characteristics of a leader - τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός ηγέτη
- ↪ These formalities are essential.
- Αυτοί οι τύπο είναι ουσιώδεις.
- ↪ Is wealth essential to happiness?
- Είναι τα πλούτη ουσιώδη για την ευτυχία;
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κύριος, που σχετίζεται με το πιο σημαντικό μέρος κάποιου ή κάτι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- essential - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 488, 637. ISBN 9780194325684., λήμμα: κύριος, ουσιώδης