Μετάβαση στο περιεχόμενο

πιάνο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιάνο τα πιάνα
      γενική του πιάνου των πιάνων
    αιτιατική το πιάνο τα πιάνα
     κλητική πιάνο πιάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Φρεντερίκ Σοπέν (Chopin)
Σπουδή (étude) από το έργο 25, αριθμός 1
διάρκεια: 03'01'' - πιανίστας: Donald Betts

Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων.
Πιάνα με ουρά.

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
πιάνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piano (σιγανά)[1] < γαλλική piano < ιταλική pianoforte (το μουσικό όργανο πιανοφόρτε) < piano + forte (απαλά και δυνατά)[2].

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpça.no/ και /ˈpi̯a.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιάνο
ομόηχο: πιάνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιάνο ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) όργανο με πλήκτρα και χορδές· κάθε πλήκτρο χτυπάει με τη βοήθεια μηχανισμού μια χορδή που παράγει ένα συγκεκριμένο φθόγγο (που γράφεται με μια νότα)
    παράδειγμα  σονάτα για πιάνο και βιολί, κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα
      Τὴν ἐπιοῦσαν ἐκοιμᾶτο ἀκόμη, ὅταν ἐπῆγα περὶ τὰς ἕνδεκα εἰς τὸ γραφεῖον μου. Κατὰ τὴν ἐπιστροφήν μου τὴν εὑρῆκα εἰς τὸ πιάνο εὐδιάθετον καὶ ζωηράν.
    1894 συγγραφέας: Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Ψυχολογία Συριανοῦ συζύγου
     συνώνυμα: κλειδοκύμβαλο (παρωχημένο)
  2. (συνεκδοχικά) η μουσική που παίζεται με πιάνο
    παράδειγμα  Ακούει συχνά πιάνο, επειδή τον ηρεμεί.
  3. (γενικότερα) μουσικό κομμάτι ή τμήμα μουσικής σύνθεσης που εκτελείται ή ερμηνεύεται απαλά, σιγά και γλυκά[1][2]
    χρειάζεται παράθεμα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
πιάνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piano (σιγανά)[2][1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpi̯a.no/ και /ˈpça.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιάνο
ομόηχο: πιάνω

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πιάνο (τροπικό επίρρημα)

  1. (μουσική) σιγανά (ως οδηγία σε παρτιτούρα για τρόπο εκτέλεσης της μουσικής με χαμηλή ένταση ήχου)
    παράδειγμα  Το κομμάτι αυτό, παίζεται πιάνο.
     αντώνυμα: φόρτε
    σύμβολο: το πλάγιο λατινικό p
  2. (κατ’ επέκταση, ιδιωματικό) απαλά, γλυκά, μαλακά
      ΑΣΤ. Γεια σου...· και να πάτε να τσερκάρετε για να πγιάσετε τον Αρβανίτη, να μου τόνε φέρτε...· Μα Γεράσιμε μου...· α πιάν' α πιάνο· μπα κι ακροτσεριστή και σας σκαπουλλάρη.
    1836 συγγραφέας: Δημήτριος Βυζάντιος, Βαβυλωνία, Πρᾶξις δευτέρα
      Όταν ηρεμήσεις, ξαναπές μου τι συνέβη, αλλά αυτή τη φορά πάρ’ τα πιάνο πιάνο, γιατί δεν μπορώ τις φωνές.
    πιάνο -  Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη. online στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ,1-2)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 3 πιάνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 1 2 3 πιάνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας