πιάνο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιάνο | τα | πιάνα |
| γενική | του | πιάνου | των | πιάνων |
| αιτιατική | το | πιάνο | τα | πιάνα |
| κλητική | πιάνο | πιάνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Φρεντερίκ Σοπέν (Chopin)
Σπουδή (étude) από το έργο 25, αριθμός 1 διάρκεια: 03'01'' - πιανίστας: Donald Betts Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων. |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- πιάνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piano (σιγανά)[1] < γαλλική piano < ιταλική pianoforte (το μουσικό όργανο πιανοφόρτε) < piano + forte (απαλά και δυνατά)[2].
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Για το όργανο pianoforte, οι όροι πιάνο και φόρτε χρησιμοποιήθηκαν για τη δυνατότητα του οργάνου να ηχεί σιγανά ή δυνατά, σε αντιδιαστολή με όργανα όπως το τσέμπαλο ή το κλάβικορντ που είχαν στατική δύναμη ήχου. Το τεχνικό αυτό πρόβλημα έλυσε τον 16ο αιώνα ο Μπαρτολομέο Κριστόφορι εφευρίσκοντας το πιανοφόρτε.
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιάνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) όργανο με πλήκτρα και χορδές· κάθε πλήκτρο χτυπάει με τη βοήθεια μηχανισμού μια χορδή που παράγει ένα συγκεκριμένο φθόγγο (που γράφεται με μια νότα)
σονάτα για πιάνο και βιολί, κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα- ※ Τὴν ἐπιοῦσαν ἐκοιμᾶτο ἀκόμη, ὅταν ἐπῆγα περὶ τὰς ἕνδεκα εἰς τὸ γραφεῖον μου. Κατὰ τὴν ἐπιστροφήν μου τὴν εὑρῆκα εἰς τὸ πιάνο εὐδιάθετον καὶ ζωηράν.
- 1894 συγγραφέας: Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Ψυχολογία Συριανοῦ συζύγου
- ≈ συνώνυμα: κλειδοκύμβαλο (παρωχημένο)
- (συνεκδοχικά) η μουσική που παίζεται με πιάνο
Ακούει συχνά πιάνο, επειδή τον ηρεμεί.
- (γενικότερα) μουσικό κομμάτι ή τμήμα μουσικής σύνθεσης που εκτελείται ή ερμηνεύεται απαλά, σιγά και γλυκά[1][2]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τσέμπαλο ή αρπίχορδο
- κλάβικορντ ή κλαβίχορδο
- φορτεπιάνο
- πιάνο, στα ιταλικά: πιανοφόρτε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]πιάνο (τροπικό επίρρημα)
- (μουσική) σιγανά (ως οδηγία σε παρτιτούρα για τρόπο εκτέλεσης της μουσικής με χαμηλή ένταση ήχου)
- (κατ’ επέκταση, ιδιωματικό) απαλά, γλυκά, μαλακά
- ※ ΑΣΤ. Γεια σου...· και να πάτε να τσερκάρετε για να πγιάσετε τον Αρβανίτη, να μου τόνε φέρτε...· Μα Γεράσιμε μου...· α πιάν' α πιάνο· μπα κι ακροτσεριστή και σας σκαπουλλάρη.
- 1836 συγγραφέας: Δημήτριος Βυζάντιος, Βαβυλωνία, Πρᾶξις δευτέρα
- ※ Όταν ηρεμήσεις, ξαναπές μου τι συνέβη, αλλά αυτή τη φορά πάρ’ τα πιάνο πιάνο, γιατί δεν μπορώ τις φωνές.
- ※ ΑΣΤ. Γεια σου...· και να πάτε να τσερκάρετε για να πγιάσετε τον Αρβανίτη, να μου τόνε φέρτε...· Μα Γεράσιμε μου...· α πιάν' α πιάνο· μπα κι ακροτσεριστή και σας σκαπουλλάρη.
Αναφορές
[επεξεργασία]- 1 2 3 πιάνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- 1 2 3 πιάνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με μουσικά αρχεία (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα 19ου αιώνα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από λεξικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
