πλήκτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλήκτρα ουδέτερο στον πληθυντικό (ενικός: πλήκτρο)
- πληκτρολόγιο
- πληροφορική, τεχνολογία) πληκτρολόγιο υπολογιστή, κινητού, γραφομηχανής
- (εξάρτημα μουσικού οργάνου) πληκτρολόγιο συνθετητή, κλαβιέ
- (μουσικό όργανο, προφορικό) συνθεσάιζερ ή αρμόνιο
- ⮡ Στο σαξόφωνο, ο Νίκος, στα πλήκτρα, ο Γιώργος! Ένα θερμό χειροκρότημα για τη μπάντα μας.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]πλήκτρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλήκτρο