πληκτρολόγιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πληκτρολόγιο | τα | πληκτρολόγια |
γενική | του | πληκτρολόγιου & πληκτρολογίου |
των | πληκτρολόγιων & πληκτρολογίων |
αιτιατική | το | πληκτρολόγιο | τα | πληκτρολόγια |
κλητική | πληκτρολόγιο | πληκτρολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pli.ktɾoˈlo.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐κτρο‐λό‐γι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πληκτρολόγιο ουδέτερο
- (συσκευή, πληροφορική) ο αριθμός πλήκτρων, με γράμματα, αριθμούς ή άλλα σύμβολα πάνω τους, που είναι τοποθετημένα κατά έναν ορισμένο τρόπο, ώστε να είναι κατάλληλο για το χειρισμό των ανάλογων μηχανισμών και συσκευών κ.λπ.
- το πληκτρόλογιο της γραφομηχανής / του υπολογιστή / του φωτισμού
- (μουσική, προφορικό το μέρος του μουσικού οργάνου όπου βρίσκονται τα πλήκτρα
- πληκτρολόγιο ενός συνθεσάιζερ / ακορντεόν
- ⮡ για τα πλήκτρα του πιάνου → δείτε τη λέξη κλαβιέ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληκτρολόγιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγιο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Συσκευές (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)