Μετάβαση στο περιεχόμενο

κλαβιέ

Από Βικιλεξικό
Τμήμα από το κλαβιέ ενός πιάνου.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλαβιέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική clavier[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλαβιέ ουδέτερο άκλιτο

  1. πληκτρολόγιο
  2. (μουσική) η περιοχή των πλήκτρων μουσικού οργάνου, γαλλιστί
    συνώνυμο: πλήκτρα και δείτε πληκτροφόρος
  3. σειρά γραμμάτων πληκτρολογίου μιας γλώσσας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]