κιθάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κιθάρα | οι | κιθάρες |
γενική | της | κιθάρας | των | κιθαρών |
αιτιατική | την | κιθάρα | τις | κιθάρες |
κλητική | κιθάρα | κιθάρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιθάρα < αρχαία ελληνική κιθάρα ((σημασιολογικό δάνειο) ιταλική chitarra)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιθάρα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο, με ξύλινο ηχείο, μεγάλο βραχίονα και έξι (ή σπανιότερα, δώδεκα) χορδές, το οποίο παίζεται με τα νύχια και τα δάχτυλα
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κιθάρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιθάρα
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιθάρα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) έγχορδο όργανο μεγαλύτερο από τη λύρα
- ≈ συνώνυμα:
- συνώνυμο του κίθαρος "θώραξ"
[επεξεργασία]
- κιθαραοιδός, κιθαρῳδός
- κιθάρη
- κιθαριζόμενον
- κιθαρίζω
- κίθαρις
- κιθάρισις
- κιθαριστής
- κιθαριστική
- κιθαριστικός
- κιθαριστικῶς
- κιθαρῳδέω, κιθαρῳδῶ
- κιθαρῳδικός
[επεξεργασία]
- κιθάρα στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «κιθάρα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (αρχαία ελληνικά)