λύρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]

↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λύρα | οι | λύρες |
γενική | της | λύρας | των | λυρών |
αιτιατική | τη | λύρα | τις | λύρες |
κλητική | λύρα | λύρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λύρα < αρχαία ελληνική λύρα Αργότερα, και για έγχορδο όργανο με δοξάρι.
Προφορά
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λύρα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο, νυκτό (δείτε λύρα)
- λύρα του Απόλλωνα
- (μουσικό όργανο) έγχορδο παραδοσιακό ελληνικό μουσικό όργανο, συνήθως με τρεις χορδές, αχλαδόσχημο ή φιαλόμορφο, που παίζεται με δοξάρι
Συγγενικά
[επεξεργασία]αρχαίο όργανο
παραδοσιακό όργανο με δοξάρι
Σύνθετα
[επεξεργασία]παραδοσιακό όργανο με δοξάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λύρᾱ | αἱ | λύραι |
γενική | τῆς | λύρᾱς | τῶν | λυρῶν |
δοτική | τῇ | λύρᾳ | ταῖς | λύραις |
αιτιατική | τὴν | λύρᾱν | τὰς | λύρᾱς |
κλητική ὦ! | λύρᾱ | λύραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λύρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λύραιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λύρα < άγνωστης ετυμολογίας Πιθανόν, δάνειο.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λύρα [ῠ] θηλυκό
- (μουσικό όργανο) νυκτό έγχορδο όργανο, συνήθως επτάχορδο, με ηχείο ένα καύκαλο χελώνας. Στη μυθολογία, συνδεδεμένη με τον Απόλλωνα, αλλά αρχικά κατασκευασμένη από τον Ερμή.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἄλυρος
- ἀντίλυρος
- αὐτολυρίζων
- εὐλύρας
- εὔλυρος
- ἡδυλύρης
- ἰσόλυρος
- κακόλυρος
- κερκολύρα
- κρουσιλύρης
- λυραοιδός
- λυρίζω
- λυρικός
- λυρισμός
- λυριστής
- λύριον (υποκοριστικό)
- λυρογηθής
- λυρόδμητος
- λυρόεις, λυρόεσσα
- λυροεργός
- λυροθελγής
- λυροκτυπία
- λυρόκτυπος, λυροκτύπος
- λυροποιητικός
- λυροποιΐα
- λυροποιικός
- λυροποιός
- λυροφοῖνιξ
- λυρῳδέω
- λυρώδης
- λυρῳδία
- λυρῳδός
- λυρωνία
- ὑπολύριος
- φιλόλυρος
- χρυσολύρης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- λύρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λύρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)